εὐπάθεια

εὐπάθεια
εὐπάθ-εια [pron. full] [πᾰ], [dialect] Ion. [suff] εὐπαθ-είη, , ([etym.] εὐπᾰθής)
A comfort, ease, X.Ages.9.3; οὐ καρτερίαν τὴν ἀρετὴν ἀλλ' εὐ. νομίζειν ib.11.9, cf. Plu.2.132c: esp. in pl., enjoyments, luxuries, ἐν εὐπαθείῃσι εἶναι enjoy oneself, make merry, Hdt.1.22,191, 8.99;

εὐπαθείας ἐπιτηδεύειν Id.1.135

; also, delicacies, dainties,

εὐπαθείας ἐκ τῆς ἀγορᾶς πολυτελεῖς πορίζεσθαι X.Ap.18

, cf. Pl.R.404d.
2 pl. in Stoic Philos., innocent emotions, opp. πάθη, Stoic.3.105,al.
3 = τὸ εὖ πάσχειν, receipt of benefits, Arist.EN 1159a21.
4 sensitiveness to impressions, Alex.Aphr.Pr.2.53; to disease, Gal.8.205, al.; passivity, Plu.2.589.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εὐπαθείᾳ — εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱͅ , εὐπάθεια comfort fem dat sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπάθεια — comfort fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευπάθεια — η (ΑΜ εὐπάθεια, Α και ιων. τ. εὐπαθίη) [ευπαθής] (για νόσους) η έλλειψη αντοχής τού οργανισμού, η ευαισθησία στις παθήσεις, στις νόσους («ευπάθεια στομάχου») νεοελλ. (για φυσικά όργανα ή συσκευές) η ιδιότητα μιας συσκευής να σημειώνει και τις… …   Dictionary of Greek

  • ευπάθεια — η 1. ευαισθησία. 2. το να προσβάλλεται εύκολα κανείς από την αρρώστια, μειωμένη αντοχή του οργανισμού: Έχω ευπάθεια στα έντερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐπαθείας — εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric aeolic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem acc pl (ionic) εὐπαθείᾱς , εὐπάθεια comfort fem gen sg (attic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθειῶν — εὐπάθεια comfort fem gen pl εὐπάθεια comfort fem gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθείαις — εὐπάθεια comfort fem dat pl εὐπάθεια comfort fem dat pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθείῃσι — εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) εὐπάθεια comfort fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπάθειαι — εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl εὐπάθεια comfort fem nom/voc pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπαθίης — εὐπάθεια comfort fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐπάθειαν — εὐπάθεια comfort fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”